ογκογονίδιο, το
[όνκοτζιν]
oncogene
[ogkoγonIδio]
Ερμηνεία:
1. Το γονίδιο, που μπορεί να ανήκει σε οποιαδήποτε από τις οικογένειες των γονιδίων, το οποίο, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες στέλνει τη γενετική πληροφορία για τη δημιουργία πρωτεϊνών, που περιλαμβάνονται στην κυτταρική ανάπτυξη ή τη ρύθμιση λειτουργιών του κυττάρου (π.χ. παράγοντες ανάπτυξης, πρωτεϊνικές κινάσες, GTPάσες, πυρινικές πρωτεΐνες). Τα ογκογονίδια μπορούν επίσης να εκθρέψουν κακοήθειες, αν μεταλλαχθούν ή ενεργοποιηθούν από ρετροϊούς. 2. Γονίδια που ανευρίσκονται σε μερικούς DNA ογκοϊούς και χρησιμεύουν στον πολλαπασιασμό των ιών.
Ετυμολογία:
[όγκος (bulk) + γονίδιο (gene)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Γενετική:
|